- τραπεζήεις
- -εσσα, -εν, Ααυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά* πεζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραπεζήεντος — τραπεζήεις of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek